-
1 στομα
1) рот, устаσ. τὸ δῖον Aesch. — Зевсовы уста;
οἴγειν σ. Aesch., λύειν σ. Eur., Isocr. и διαίρειν σ. Dem. — открывать рот, т.е. начинать говорить;κοιμᾶν σ. Aesch. и σῖγ΄ ἔχειν σ. Eur. — хранить молчание;σ. (συγ)κλῄειν Eur., Arph.; — закрывать рот, умолкать;ἔχειν τινὰ ἀνὰ σ. Eur., διὰ σ. Arph. и ἐν στόματι Her. — непрерывно говорить о ком-л. (досл. иметь кого-л. постоянно на устах);ἐν τῷ στόματι λέγειν Arph. — говорить напрямик;πᾶσι διὰ στόματος (sc. εἶναι) Theocr. — быть у всех на устах;ἐξ ἑνὸς στόματος Arph., Plat.; — единогласно, единодушно2) пасть (sc. θηρῶν Soph.)3) пучина, бездна(σ. πόντιον Eur.)
σ. ὑσμίνης Hom. — жестокая сеча4) лицевая сторона, лицоοἱ κατὰ τὸ σ. Xen. — находящиеся напротив;ὅ τι ἦλθ΄ ἐπὴ σ. Aesch. ap. Plat. — все, что ни попадется;κατὰ σ. τινός Plat. — прямо напротив кого-л.;ἀλλήλοισι στρατὸν κατὰ σ. ἀντιτάσσειν Eur. — выстраивать войска фронтом друг к другу;οἱ ἀπὸ τοῦ στόματος Xen. — воины передних рядов;ἐπὴ σ. πίπτειν Plut. — падать ниц5) речь, слова(προπηλακίζειν σ. τινός Soph.)
6) устье(ποταμοῦ Hom.)
7) бухта(ἠϊόνος Hom.)
ἀκταὴ ἐν στόματι προὔχουσιν Hom. — крутые берега образуют бухту8) вход, выход, проход(τοῦ πόντου Her.; ἐπὴ τῷ στόματι τοῦ κόλπου Thuc.)
ἐπ΄ αὐτῷ τῷ στόματι τῆς εἰσβολῆς Arph. — у самых ворот;ἑπτάπυλον σ. Soph. — семивратный проход (семь ворот Фив Беотийских)9) речной рукавτὸ Πηλούσιον σ. Her. — Пелусийский рукав (Нила)
10) отверстие, просвет, щель(τοῦ ὀρύγματος Her.; анат. ὑστέρας Arst.)
11) верхний конец, острие(ξυστὰ κατὰ σ. εἱμένα χαλκῷ Hom.)
πεσεῖν στόματι μαχαίρας NT. — пасть от меча12) верхний край, верхушка(ἄκρον σ. πύργων Eur.)
13) конец, исход14) главная сила, цвет(τοῦ κατὰ τέν πόλιν πλήθους Polyb.)
15) головная колонна(τῶν ὁπλιτῶν Xen.)
См. также в других словарях:
αιολική διάβρωση — Η διαβρωτική ενέργεια που αναπτύσσουν οι άνεμοι κατά την κίνησή τους πάνω στην επιφάνεια της Γης, τροποποιώντας έτσι την εξωτερική μορφή των διάφορων εμφανίσεων των πετρωμάτων, κυρίως στις ερημικές θερμές περιοχές και σε μικρότερη κλίμακα σε… … Dictionary of Greek
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
χρίμπτω — και πιθ. γρφ. χρίπτω Α 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) πλησιάζω 3. μέσ. χρίμπτομαι α) (με δοτ. και γεν.) έρχομαι κοντά, προσεγγίζω («νεκροθήκης οὐ χριμπτόμενος», Ευρ.) β) περνώ ξυστά, αγγίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέσεις … Dictionary of Greek
υδροβατίδες — (Hydrobatidae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των ρινοτρυπόμορφων. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν 23 είδη θαλάσσιων αποκλειστικά πτηνών, τα οποία απαντούν σε όλους τους ωκεανούς του κόσμου. Τρέφονται από οργανισμούς που επιπλέουν στην επιφάνεια της… … Dictionary of Greek